The watch
Six foot
three, basking in tawny heat,
sunk in his
lounger, spring to September.
His face
bakes like earth.
Chest hairs
slice the sweat beads.
The black
leather watch (he never forgot
to unstrap)
ticks beside his ghetto blaster.
Cobalt eyes,
silver thick hair, dentured smile,
arms folded
under the crest of his chest,
he poses for
fall's final mould.
*
Later, after
the black skid, spin and deep
tip of the
freshly polished blue Caddy;
after the
crunch of skull on the dashboard;
even after
the front page photo and headline:
my father's
watch, still ticking,
unzipped
from the O.P.P.'s plastic.
No cracks,
glass smooth to touch.
Dry mud
flakes sprinkle like ashes
on to my
opening hand.
Το ρολόι
Ένα ενενήντα, να λιάζεται
στην καστανόξανθη ζέστη
βυθισμένος στην ξαπλώστρα του, από την άνοιξη έως τον
Σεπτέμβρη.
Το πρόσωπό του να ψήνεται σαν χώμα.
Οι τρίχες στο στέρνο του να τεμαχίζουν τις σταγόνες του
ιδρώτα.
Το μαύρο δερμάτινο ρολόι (δεν ξεχνούσε ποτέ να λύνει το
λουράκι) χτυπάει δίπλα στο στερεοφωνικό του.
Μάτια από κοβάλτιο, ασημένια πυκνά μαλλιά, χαμόγελο από
τεχνητή οδοντοστοιχία
χέρια διπλωμένα κάτω από την κορυφή του στήθους του,
ποζάρει για την τελική φθινοπωρινή μούχλα.
Αργότερα, μετά το ντελαπάρισμα, το στριφογύρισμα και το
αναποδογύρισμα της φρεσκογυαλισμένης μπλε Caddilac·
μετά το συντριπτικό κάταγμα κρανίου στο ταμπλό·
ακόμη και μετά την φωτογραφία στο πρωτοσέλιδο και την
επικεφαλίδα
το ρολόι του πατέρα μου, ακόμα χτυπάει,
απελευθερωμένο απ' το πλαστικό σακουλάκι της αστυνομίας.
Χωρίς ρωγμές, γυαλί λείο στην αφή.
Κομματάκια ξεραμένης λάσπης πασπαλίζουν σαν τέφρα
την ανοικτή μου παλάμη.